- συρμή
- συρμήtrailfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συρμή — συρμή, η και σουρμή, η 1. αυλάκι που σχηματίζεται από συρόμενο σώμα. 2. επιδημία: Έπεσε συρμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρμή — η, ΝΑ, και σουρμή Ν [σύρω] νεοελλ. 1. αυλάκι που σχηματίζεται από σώμα που σύρεται 2. τόπος διάβασης πουλιών 3. το σύνολο τών επίπλων και σκευών οικίας 4. επιδημία, συρμός 5. παροιμ. «το φίδι βλέπεις και τη σουρμή γυρεύεις» λέγεται για ανθρώπους… … Dictionary of Greek
νεροσυρμή — η 1. φυσικό αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά τής βροχής τα οποία κατεβαίνουν από την πλαγιά όρους ή λόφου 2. ορμητικό ρεύμα ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + συρμή (< σύρω), πρβλ. ανεμο συρμή] … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek